Ιστορία 1η: Ο διαχειριστής.
Ένα ζευγάρι μεσήλικες αγόρασε πριν μερικά χρόνια ένα ρετιρέ στα νότια προάστια, με θέα στη θάλασσα. Τον πρώτο καιρό ήταν ενθουσιασμένοι με την αγορά τους, σύντομα όμως, άρχισαν να παρουσιάζονται κάποια προβλήματα. Αρχικά ήταν μια δυσοσμία στις σκάλες κι ακολούθησε μια στρατιά από κατσαρίδες, που έμοιαζαν να έρχονται από παντού.
Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, αφού συμβουλεύτηκε τον κουμπάρο του, που ήταν της δουλειάς, τους είπε ότι τα προβλήματα οφείλονταν στην αποχέτευση κι έπρεπε να γίνουν κάποιες εργασίες, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να αναλάβει, γιατί πνιγόταν στη δουλειά. Μη έχοντας σχέση με τέτοια πράγματα, ούτε και διάθεση να φορτωθούν τρεξίματα, το ζευγάρι κι οι άλλοι ιδιοκτήτες, ανέθεσαν στον διαχειριστή να βρει μια εταιρεία, που θα έπαιρνε το έργο πακέτο και θα έλυνε το πρόβλημα σωστά και οικονομικά. Δέκα μέρες αργότερα, εκείνος τους ο διαχειριστής παρουσίασε τις προσφορές που μάζεψε κι η Γενική Συνέλευση τον εξουσιοδότησε να υπογράψει για να ξεκινήσει η δουλειά, πράγμα που έγινε.
Η πολυκατοικία μετατράπηκε αμέσως σε εργοτάξιο, αλλά ύστερα από μια εβδομάδα, τα συνεργεία εξαφανίστηκαν. Ο διαχειριστής τους ενημέρωσε ότι η εταιρεία διαμήνυσε ότι έπρεπε να συμφωνήσουν στην αναπροσαρμογή της τιμής, γιατί το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο απ’ ότι είχε εκτιμήσει και θα έπαιρνε περισσότερο χρόνο, ενώ και τα υλικά είχαν ακριβύνει πολύ. Οι περισσότεροι από τους ιδιοκτήτες, έστω και με επιφυλάξεις, συμφώνησαν να βάλουν το χέρι στην τσέπη ακόμα πιο βαθιά, ελπίζοντας ότι έτσι, το πρόβλημα θα λυνόταν. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάνουν πίσω, αφού η πολυκατοικία έμοιαζε πια με γιαπί.
Αλλά οι εργασίες, που θα τέλειωναν γρήγορα, αποδείχθηκαν γεφύρι της Άρτας και μάλιστα ολοένα και πιο ακριβό. Κάποιοι πρότειναν να κινηθούν εναντίον της εταιρείας, αλλά με οδύνη διαπίστωσαν ότι το συμφωνητικό που είχε συντάξει ο διαχειριστής τους άφηνε εκτεθειμένους. Ούτε μπορούσαν να στραφούν κι εναντίον του, γιατί τον είχαν εξουσιοδοτήσει εν λευκώ. Τα αναπάντητα ερωτήματα για αυτό το λάθος γρήγορα έγιναν δυσαρέσκεια ότι είχαν πιαστεί κορόιδα. Κι όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο εργολάβος ήταν ο συνεταίρος του κουμπάρου του διαχειριστή, η δυσαρέσκεια έγινε υποψία και το κλίμα άρχισε να βαραίνει.
Ο διαχειριστής αντέδρασε, κατηγορώντας τους επικριτές του ότι τον συκοφαντούσαν, ενώ μόνο αυτός νοιαζόταν και πάσχιζε για την πολυκατοικία. Κι όταν είδε ότι η μουρμούρα δεν έφευγε, ανακοίνωσε ότι, κατόπιν πιέσεών του, ο εργολάβος συμφώνησε να βάλει συσκευές με αποσμητικό στους διαδρόμους και να περάσει ένα χέρι βάψιμο την είσοδο της πολυκατοικίας. Κι όλα αυτά, εντελώς δωρεάν!
Αυτός που μου είπε την ιστορία, δεν είπε τι απέγινε τελικά, ούτε πόσο πήγε το «μαλλί». Γνωρίζοντας όμως το κλασικό μοτίβο σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορώ να υποθέσω με σχετική ασφάλεια: αλλαγή διαχειριστή, απλήρωτα φέσια και φτου κι απ’ την αρχή… Σας θυμίζει κάτι οικείο;
Ιστορία 2η: Η ξενοδόχος.
Μια οικογένεια έκλεισε μέσω ίντερνετ διακοπές σε ένα ξενοδοχείο, που η τιμή ήταν δελεαστική και οι κριτικές, αν και παλιές, ήταν καλές. Φτάνοντας εκεί, η ξενοδόχος τους καλωσόρισε, τους διαβεβαίωσε ότι για οτιδήποτε χρειαζόντουσαν, η ίδια θα ήταν στη διάθεσή και τους οδήγησε στο δωμάτιό τους. Ενθουσιασμένοι από την προσωπική εξυπηρέτηση, δεν θέλησαν να γκρινιάξουν με μιας για την καμένη λάμπα της εισόδου και τη βρύση που έσταζε.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαν στη ρεσεψιόν για ιδέες για εκδρομή, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Όταν γύρισαν το απόγευμα, διαπίστωσαν ότι τα σκουπίδια δεν είχαν μαζευτεί από το δωμάτιο, αλλά επειδή ήταν αργά κι οι ίδιοι ήταν κουρασμένοι, το άφησαν για την επομένη. Την τρίτη μέρα, όταν διαπίστωσαν ότι ούτε οι πετσέτες είχαν αλλάξει, αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν.
Η ξενοδόχος τους άκουσε ήρεμα και μετά παραδέχθηκε πως όντως υπήρχε πρόβλημα, αλλά η ίδια δεν έφταιγε, ούτε μπορούσε να κάνει κάτι. Γιατί λίγο πριν ξεκινήσει η σεζόν, ο σύζυγος και συνεταίρος της το είχε σκάσει με μια καμαριέρα, σηκώνοντας το ταμείο κι αφήνοντάς της μόνη με χρέη κι απλήρωτο προσωπικό, που σε λίγο έφυγε κι αυτό. Χωρίς λεφτά δεν μπορούσε να προσλάβει άλλους υπαλλήλους και σιγά σιγά κι οι προμηθευτές της έκοψαν την πίστωση. Κι έτσι, απέμεινε να παλεύει μόνη της, χωρίς καμαριέρα, συντηρητή και σερβιτόρο και χωρίς αναλώσιμα και ανταλλακτικά. Με μόνους βοηθούς τα δυο παιδιά της να κάνουν εναλλάξ δύο τρίωρες βάρδιες τη μέρα κι εκείνη να κάνει ότι μπορούσε. Γι’ αυτό και ζητούσε την κατανόηση και τη βοήθειά τους.
Η συγκινητική εξομολόγηση της ξενοδόχου για την περιπέτειά της παραλίγο θα έπειθε τους πελάτες, αν ο μεγάλος γιος της οικογένειας δεν έκανε μια απλή ερώτηση. «Κι αφού ούτε προσωπικό έχετε μαντάμ, ούτε λεφτά για τις βασικές υπηρεσίες ενός ξενοδοχείου, τότε τι ακριβώς προσφέρετε και γιατί μας χρεώνετε;». Η απάντηση της ξενοδόχου ήταν γρήγορη και αφοπλιστική: «μα γιατί πρέπει κι εγώ κάπως να ζήσω και να πάρω πίσω όσα λεφτά ξόδεψα μέχρι τώρα!».
Ίσως η ιστορία να σας θυμίζει κάποιους κοινούς γνωστούς μας, που επικαλούνται τα μύρια όσα, μέχρι και την κακιά τους την τύχη, για να δικαιολογήσουν τις κάκιστες υπηρεσίες που παρέχουν, ενώ παράλληλα χρεώνουν τέλη, φόρους και, φυσικά, τους μισθούς τους. Αν βρίσκετε λογική την ερώτηση του γιου, είμαστε σε καλό δρόμο. Αν όμως σας πείθει η απάντηση της ξενοδόχου, τότε δεν έχουμε ελπίδα. Τουλάχιστον όσοι από εμάς θυμόμαστε ότι αυτά τα έχουμε ξανακούσει, πολλές φορές, εδώ και χρόνια…
