Στην εισήγησή του στη μετεκλογική σύναξη της «Δύναμης Ευθύνης», ο απερχόμενος δήμαρχος ακολούθησε το ίδιο γνώριμο τροπάριο. Υποστήριξε (πάλι) ότι για όλα έφταιξαν κυρίως εξωτερικοί παράγοντες, όπως: φυσικές καταστροφές και φωτιές, πανδημία, οικονομική και ενεργειακή κρίση, έλλειψη προσωπικού, εξοπλισμού και μελετών, εκλογικός νόμος (που δεν του έδωσε απόλυτη πλειοψηφία και επέτρεψε στην αντιπολίτευση να τον …σαμποτάρει), συκοφαντίες αντιπάλων από τα social media κλπ. Ανέφερε βέβαια και κάποιους εσωτερικούς, όπως τις λαθεμένες επιλογές συνεργατών, το έλλειμα ομοψυχίας στη δημοτική αρχή, την περιορισμένη επαφή του με τον κόσμο και την άστοχη προεκλογική επικοινωνία. Τέλος, αποπειράθηκε να κάνει «φυγή στο μέλλον», ανακοινώνοντας την επαναλειτουργία της παράταξής του και (πιθανόν) την εκλογή νέου επικεφαλής.
Με την εισήγησή του, ο Γ. Καλαφατέλης έδειξε ότι αντιλαμβάνεται μόνο τις συνέπειες, χωρίς να κατανοεί τις βαθύτερες αιτίες της εκλογικής ήττας του, καθώς οι 9 λόγοι που επικαλέστηκε, οφείλονται σε κάποιους άλλους παράγοντες, που λίγο πολύ προδίκασαν το αποτέλεσμα. Από αυτούς επιλέγω τρεις, που θεωρώ ουσιώδεις και τους αναφέρω συνοπτικά παρακάτω, με την ελπίδα να προβληματίσουν τουλάχιστον τη νέα δημοτική αρχή.
Ο πρώτος παράγοντας ήταν αξιωματικός: οι μετεκλογικές επιλογές μιας δημοτικής αρχής, που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, δημιουργούν αναπόφευκτα πολιτική αναξιοπιστία.
Αξίες και πρακτικές όπως η ανοικτή διακυβέρνηση, η αξιοκρατία και ισονομία, η διαφάνεια, η διαβούλευση, η λογοδοσία και η αποκέντρωση, για τις οποίες είχε δεσμευτεί η δημοτική αρχή, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Αντιθέτως, υποκαταστάθηκαν από στεγανά, αυταρχισμό, εξυπηρέτηση ημετέρων, «ομερτά», αλαζονεία και συγκεντρωτισμό.
Όπως φάνηκε, ο δήμαρχος και οι στενοί συνεργάτες του (που προέρχονταν από την ηττημένη το 2014 «Ενωτική Πρωτοβουλία»), δεν αντιλήφθηκαν ότι μια τέτοια αξιακή κωλοτούμπα θα απομάκρυνε τις κοινωνικές δυνάμεις που του έδωσαν τη νίκη το 2019 (ως “Δύναμη Ευθύνης”) και που θα ήταν χρήσιμες εφεδρείες στα δύσκολα που ακολούθησαν. Ούτε αντιλήφθηκαν ότι οι πολιτικές συμμαχίες δεν ευδοκιμούν με μεταγραφές «προθύμων» λίγο πριν τις εκλογές, αλλά καλλιεργούνται στη διάρκεια της θητείας.
Έτσι, δεν κατανόησαν τους λόγους διαφωνίας και αποχώρησης σημαντικών στελεχών και φίλων της διοίκησης και επιπροσθέτως, συνεχίζουν να μην κατανοούν ότι υπαίτιοι για τον συντονισμό των άλλων παρατάξεων – αρχικά στο δημοτικό συμβούλιο και μετά στον δεύτερο γύρο – ήταν οι ίδιοι και η πολιτική τους αναξιοπιστία.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν στρατηγικός: οι όποιες υπουργικές «πλάτες» δεν μπορούν να διασώσουν μια δημοτική αρχή χωρίς σχεδιασμό και οργάνωση και με αλλεργία στην κριτική.
Όσοι γνωρίζουν στοιχειωδώς από διοίκηση, ξέρουν ότι χωρίς σχέδιο και αξιολόγηση η κατάληξη είναι πάντα η παταγώδης αποτυχία. Πολύ περισσότερο, όταν κάθε αντίρρηση ή κριτική εκλαμβάνεται ως «Δούρειος Ίππος», που υποσκάπτει τη συνοχή και το έργο μιας …«δυνατής ομάδας».
Ο δήμαρχος και οι στενοί συνεργάτες του αποδείχθηκαν θιασώτες του «πάμε κι όπου βγει», υπέρμαχοι των πελατειακών σχέσεων (ακόμα και εντός της διοίκησης) και φοβικοί απέναντι σε όσους αμφισβήτησαν τις επιλογές τους. Μπορεί έτσι να εξασφάλισαν τη συνοχή των δύο συμπολιτευόμενων παρατάξεων, αλλά όχι και την αποτελεσματικότητά τους.
Αδυνατώντας λοιπόν να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης διοίκησης, ο δήμαρχος επεδίωξε καλές προσωπικές σχέσεις με παράγοντες της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Όμως, στο βωμό τους θυσίασε πρόθυμα παρεμβάσεις που έπρεπε να κάνει (λατομεία Διονύσου, Δασικό, γραμμές τρένου), έκανε τα στραβά μάτια σε ατέλειες εργολάβων (υπογειοποίηση καλωδίων) και αποποιήθηκε παροχές σε δημότες (αποζημιώσεις «Μήδειας»). Τα δε ανταλλάγματα (μελλοντικά και όχι πάντα επ’ ωφελεία των δημοτών) δεν βοήθησαν στα προβλήματα της καθημερινότητας και τελικά οδήγησαν στην κατάρρευση της αξιοπιστίας του.
Ο τρίτος παράγοντας ήταν τακτικός: μια τοξική προπαγάνδα δείχνει πανικό και σχεδόν πάντα γυρίζει μπούμερανγκ κατά του εμπνευστή της.
Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η επικοινωνιακή πολιτική της δημοτικής αρχής έγινε πιο προκλητική από ποτέ. Στην προσπάθειά της να εξηγήσει την απουσία σοβαρών έργων και παρεμβάσεων, ισχυρίστηκε ότι οι αντίπαλοι συνδυασμοί, υποκινούμενοι από μικροπολιτικά και ιδιοτελή συμφέροντα, σαμποτάρισαν τη διοίκηση σε βάρος των δημοτών. Ισχυρίστηκε επίσης ότι μια υποψήφια δήμαρχος χρηματοδοτήθηκε από ιδιώτη για να υπερασπίσει τα συμφέροντά του και ότι οι αντίπαλοι υποψήφιοι ήταν άσχετοι με την πολιτική, «ξένοι» ως προς τις τοπικές κοινότητες και ανίκανοι να υπερασπίσουν τις ανάγκες τους.
Η τοξικότητα της προπαγάνδας του απερχόμενου δημάρχου, σε συνδυασμό με τα τηλεφωνήματα και μηνύματα σε δημότες – κατά παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων – ήταν απόδειξη πανικού μπροστά στο επερχόμενο game over. Επιπλέον όμως, είχε σοβαρές επιπτώσεις. Πρώτον, ακύρωσε στην πράξη την υπόσχεση Καλαφατέλη ότι (θα) ήταν «δήμαρχος όλων των δημοτών». Δεύτερον, δημιούργησε ισχυρά αντικαλαφατελικά αντανακλαστικά σε μεγάλη μερίδα του κόσμου. Και τρίτον, έσπρωξε πολλούς από τους ψηφοφόρους των άλλων συνδυασμών να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο υπέρ του συνδυασμού της Κ. Μαϊχόσογλου. Με δυο λόγια, αυτή η βλακώδης επικοινωνιακή πολιτική, αντί να ωραιοποιήσει το προφίλ του δημάρχου, ανέδειξε τις χειρότερες και πιο σκοτεινές πλευρές του.
Ένα τελευταίο σχόλιο. Ο δήμαρχος και το επιτελείο του δεν έχουν ακόμα κατανοήσει τι ακριβώς έγινε και ηττήθηκαν στις εκλογές. Γι’ αυτό και ο «οδικός χάρτης» τον οποίο εισηγήθηκε, εκτιμώ ότι θα μείνει στα χαρτιά. Ούτε η παράταξη (την οποία ως δήμαρχος απαξίωσε εσκεμμένα) θα ενεργοποιηθεί ξανά, ούτε κανείς άλλος θα υποβάλλει υποψηφιότητα για τη θέση του αρχηγού. Απλά, ο καθένας θα τραβήξει τον δρόμο του και τα φώτα του συστήματος Καλαφατέλη θα σβήσουν. Εκτός και αν η νέα δήμαρχος τα επαναφέρει σε λειτουργία…
Στέφανος Μιχιώτης
